- τριγαμία
- η1. η τέλεση τρίτου γάμου μετά τη διάλυση των δύο προηγούμενων.2. το να έχει κανείς συγχρόνως τρεις συζύγους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριγαμία — η, ΝΜΑ [τρίγαμος] νεοελλ. 1. η σύναψη τρίτου γάμου μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων 2. το να έχει κανείς τρεις συζύγους συγχρόνως μσν. αρχ. ο τρίτος γάμος … Dictionary of Greek
TRIGAMI — in Ecclesia Christiana olim per quinquennium, a Sacra communione abesse iussi sunt. teste Balsamone, ad can. 4. Basilii ad Amphiloch. qui videl. ex prioribus matrimoniis liberos suscepissent. At qui quadragesimum ingressi annum, ex duabus primis… … Hofmann J. Lexicon universale
ВТОРОБРАЧИЕ — [греч. διγαμία, δεύτερος γάμος], или двубрачие, вступление в повторный (в строгом смысле термина во 2 й) брак. Вступление в 3 й брак называют троебрачием (τριγαμία), в последующие браки многобрачием (πολυγαμία). Церковь всегда считала… … Православная энциклопедия